- ακράσωτος
- η , ο1) не приправленный вином; 2) непьяный, трезвый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακράσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ανακατεύτηκε με κρασί: Η σάλτσα είναι άνοστη, γιατί είναι ακράσωτη. 2. αυτός που δεν ήπιε κρασί, δε μέθυσε: Επιτέλους, ήταν κι αυτός μια φορά ακράσωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακράσωτος — η, ο [κρασώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει κρασί 2. (για φαγητά) αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μαγειρεύτηκε με κρασί 3. (για ανθρώπους) αυτός που δεν ήπιε κρασί … Dictionary of Greek